- καρήξανθος
- καρή-ξανθος, mit blondem Kopfe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρήξανθος — καρήξανθος, ον (Μ) αυτός που έχει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρη «κεφαλή» + ξανθος < ξανθός (πρβλ. πυρρό ξανθος, χρυσό ξανθος)] … Dictionary of Greek